- εισαγώγιμος
- -η, -ο (Α εἰσαγώγιμος, -ον)αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εισαγάγει, τού οποίου επιτρέπεται η εισαγωγήαρχ.1. ξένος2. (για αγωγή) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για εκδίκαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαγώγιμος — that can masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισαγώγιμος — η, ο που μπορεί ή είναι άξιος να εισαχτεί, που επιτρέπεται η εισαγωγή του (ιδίως για εμπορεύματα από το εξωτερικό) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγώγιμον — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc sg εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμου — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμους — εἰσαγώγιμος that can masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγωγίμων — εἰσαγώγιμος that can masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμα — εἰσαγώγιμος that can neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγώγιμοι — εἰσαγώγιμος that can masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισαγώγιμος — ἐπεισαγώγιμος, ον (Α) (για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος] … Dictionary of Greek